- προπομποί
- προπομπόςescortingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραχορήγημα — τὸ, Α [παραχορηγώ] 1. ο ρόλος δευτερεύοντος χορού στο αρχαίο δράμα, ο οποίος αποχωρεί από τη σκηνή όταν η παρουσία του είναι πλέον περιττή, όπως π.χ. στην τραγωδία Ευμενίδες τού Αισχύλου, οι προπομποί ή τα τέκνα τού Τρυγαίου στην κωμωδία Ειρήνη… … Dictionary of Greek